ἀδρύφακτος

ἀδρύφακτος
ἀδρύφακτος, ον,
A unfenced, ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου, Hsch.: metaph., ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος, AB345.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδρύφακτος — ἀδρύφακτος, ον (Μ) [δρύφακτος] 1. αυτός που δεν έχει δρύφακτο, δηλ. κιγκλίδωμα [«ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἥ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον» (Ησύχιος)] 2. «ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος» (Ανέκδ. Βεκκ. 345) …   Dictionary of Greek

  • ἀδρύφακτον — ἀδρύφακτος unfenced masc/fem acc sg ἀδρύφακτος unfenced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”